- ραδιοσκόπος
- ο, η, Νιατρ. ακτινοσκόπος, ακτινολόγος.[ΕΤΥΜΟΛ. Νόθο αντιδάνειο συνθ., πρβλ. αγγλ. radioscope (< λατ. radius «ακτίνα» + -σκόπος < σκοπός < σκέπτομαι)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ραδιοσκοπώ — έω, Ν [ραδιοσκόπος] ακτινοσκοπώ … Dictionary of Greek